υγροτακτισμός

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
βιολ. υγροταξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + τακτισμός < τάσσω.