φονευτής

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = φονεύς, LXX 4 Ki.9.31, Pr.22.13.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, = φονεύς, Sp., vgl. Lob. Phryn. 317.

Greek (Liddell-Scott)

φονευτής: -οῦ, ὁ, = φονεύς, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Θ΄, 31, Παροιμ. ΚΒ΄, 13)· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 317.

Greek Monolingual

ό, και τ. θηλ. φονεύτρια, ΜΑ φονεύω
φονιάς
μσν.
(το θηλ. με σημ. επιθ.) η φονική.