φόρτωμα

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν φορτώνω
1. φόρτωση
2. φορτίο, ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα μεταγωγικό ζώο
3. μτφ. βάρος, ενόχληση («μού έγινε φόρτωμα με τα παρακάλια του»).