η, Ν1. κνησμός2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέρον («τώρα τον έπιασε η φαγούρα»)3. φρ. «έχω μια φαγούρα!»ειρων. μού είναι αδιάφορο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. έφαγα του ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -ούρα (πρβλ. χασ-ούρα)].