φαγούρα

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. κνησμός
2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέροντώρα τον έπιασε η φαγούρα»)
3. φρ. «έχω μια φαγούρα
ειρων. μού είναι αδιάφορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. έφαγα του ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -ούρα (πρβλ. χασ-ούρα)].