-ακος, ο, ΝΑ, και ως κύριο όν. Χάνδακας, ο, Ννεοελλ.(λογ. τ.)1. το χαντάκι2. ως κύριο όν. ο Χάνδακαςμεσαιωνική ονομασία του Ηρακλείου Κρήτης λόγω της τάφρου που περιέβαλλε τα τείχη της πόληςαρχ.οχυρωμένη θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. αραβ. khandaq].