φεύξιμος

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ον, later form of

   A φύξιμος, τόπος Plb.13.6.9; ἔστι δούλῳ φ. βωμός Plu.2.166e.    II = φευκτός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1267] ον, = φύξιμος, Pol. 13, 6,9.

Greek (Liddell-Scott)

φεύξῐμος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ φύξιμος, τόπος Πολύβ. 13. 6, 9· δούλῳ φ. βωμὸς Πλούτ. 2. 166F ―ὡσαύτως = φευκτός. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. φύξιμος.

Greek Monolingual

-ον, Α φεῡξις
1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός».