η, Νη εσωτερική λήψη φαρμάκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -ληψία (< -λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. θρησκο-ληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].