φαρμακοληψία

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η εσωτερική λήψη φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -ληψία (< -λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. θρησκο-ληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].