λήπτης

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήπτης Medium diacritics: λήπτης Low diacritics: λήπτης Capitals: ΛΗΠΤΗΣ
Transliteration A: lḗptēs Transliteration B: lēptēs Transliteration C: liptis Beta Code: lh/pths

English (LSJ)

λήπτου, ὁ, one who accepts, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

λήπτης: -ου, ὁ, ὁ λαμβάνων, Ζωναρ. Λεξ. σ. 1302.

Greek Monolingual

ο (Α λήπτης)
αυτός που παίρνει, που δέχεται κάτι, παραλήπτης, δέκτης, αποδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (στην ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω (πρβλ. λήψη, λήμμα)].

German (Pape)

ὁ (λαμβάνω), der Nehmende, Empfangende, Zonar.