λήπτης
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
λήπτου, ὁ, one who accepts, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
λήπτης: -ου, ὁ, ὁ λαμβάνων, Ζωναρ. Λεξ. σ. 1302.
Greek Monolingual
ο (Α λήπτης)
αυτός που παίρνει, που δέχεται κάτι, παραλήπτης, δέκτης, αποδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (στην ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω (πρβλ. λήψη, λήμμα)].
German (Pape)
ὁ (λαμβάνω), der Nehmende, Empfangende, Zonar.