τριακοντούτης

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

τρῐᾱκοντ-οῦτις,

   A v. τριακονταέτης.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντούτης: -οῦτις, ἴδε τριακονταετής.

French (Bailly abrégé)

ης, ες ; gén. εος;
qui dure trente ans.
Étymologie: τριάκοντα, ἔτος.

Greek Monolingual

-ες / τριακοντούτης, -οῡτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, -ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, -ούτιδος, Α
ο τριακονταετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + -ετης (< ἔτος), με συναίρεση του ληκτικού φωνήεντος του α' συνθετικού και του αρκτικού -ε- του β' συνθετικού (πρβλ. πεντηκοντ-ούτης)].