φθογγάριον

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

τό, Dim. of φθογγή,

   A sounding-pipe, Hero Spir.2.35.

German (Pape)

[Seite 1272] τό, dim. von φθογγή, 1) Stimmchen. – 2) Stimmröhre, Hero.

Greek (Liddell-Scott)

φθογγάριον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ φθογγή, ἀγωγὸς τῆς φωνῆς σωλήν, ἢ εἶδος σφυρίκτρας, Ἀρχ. Μαθ. 227.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο αγωγός της φωνής ή, κατ' άλλους, είδος σφυρίχτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθέγγομαι + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. μυθ-άριον)].