ὑδατίς

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, in pl.,

   A = σταγόνες, Hsch., Phot.; as a urinary disease, Cael.Aur.TP5.4.    II watery vesicle, hydatid, Sor.1.58, Gal.18(2).679, UP10.7.    III a disease in the liver, Id.18(1).165: also in the hoofs of horses, Hippiatr. 77.    IV a gem, Mart.Cap.1.75.

German (Pape)

[Seite 1172] ίδος, ἡ, Wasser-, Fettblase unter dem obern Augenlide, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτίς: -ίδος, ἡ, σταγὼν ὕδατος, Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. «ἡ ὑδατὶς οὐσία τίς ἐστι πιμελώδης ὑπεστρωμένη τῷ τοῦ βλεφάρου δέρματι παρὰ φύσιν» Παῦλ. Αἰγιν. 6, 14, Γαλην. τ. 14, σ. 712, 15. ΙΙΙ. νόσημά τι τοῦ ἥπατος, Γαλην. τ. 2. σ. 223· ὡσαύτως τῶν πτερνῶν τῶν ἵππων, Ἱππιατρ. σ. 205, 23., 229, 5., 230, 16, πρβλ. παράπρισμα, μελικηρίς. IV. πολύτιμός τις λίθος ὑδατόχρους, Martianus Min Felix Capella 1, § 75.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. υδατίδα.