υδατίδα

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

η / ὑδατίς, -ίδος, ΝΜΑ
φυσαλίδα γεμάτη νερό
νεοελλ.
1. ανατ. καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο του όρχεως και το άλλο στο πρόσθιο άκρο της κεφαλής της επιδιδυμίδας
2. φρ. α) «υδατίδα του Μοργκάνι» ή «υδατίδα του όρχεως»
ανατ. η υδατίδα που είναι μια άμισχη μικρή απόφυση του άνω πόλου του όρχεως, υπόλειμμα του πόρου του Μύλερ
β) «υδατίδα της επιδιδυμίδας»
ανατ. μισχωτή απόφυση της κεφαλής της επιδιδυμίδας, υπόλειμμα του σώματος του Βολφ
γ) «υδατίδα κύστη»
(ιατρ.-μικρβλ.) η κύστη του εχινόκοκκου, προνυμφική φάση της εχινοκοκκίασης
μσν.
1. είδος νόσου που προσβάλλει τις οπλές του αλόγου
2. πολύτιμος λίθος στο χρώμα του νερού
(μσν.-αρχ.)
1. σταγόνα νερού
2. λιπώδης ουσία που εμφανίζεται κάτω από το άνω βλέφαρο ως αποτέλεσμα οφθαλμικού νοσήματος
αρχ.
νόσημα του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. φλυκτίς)].