τοπολογικός

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. μαθημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπολογία («τοπολογική ιδιότητα»)
2. φρ. «τοπολογικός χώρος»
μαθημ. ο χώρος μέσα στον οποίο έχει οριστεί μια τοπολογία.
επίρρ...
τοπολογικῶς και τοπολογικά
1. με τον τρόπο της τοπολογίας
2. από την άποψη της τοπολογίας.