τοπολογία
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η, Ν
1. μαθημ. α) δομή που ορίζεται πάνω σε ένα σύνολο σημείων, καλούμενο χώρος, με τη βοήθεια μιας οικογένειας υποσυνόλων του και έχει τις ακόλουθες ιδιότητες: i) η ένωση ενός ορισμένου πλήθους στοιχείων της οικογένειας είναι στοιχείο της οικογένειας, ii) η τομή ενός πεπερασμένου αριθμού στοιχείων της οικογένειας είναι στοιχείο της οικογένειας, τα δε στοιχεία της οικογένειας λέγονται ανοιχτά σύνολα του αντίστοιχου χώρου ο οποίος ονομάζεται τοπολογικός χώρος
β) κλάδος τών μαθηματικών που μελετά τις ιδιότητες γεωμετρικών αντικειμένων ή συνόλων σημείων οι οποίες παραμένουν αναλλοίωτες με τους ομοιομορφισμούς
2. (τοπογρ.) η σπουδή τών μορφών του εδάφους και τών νόμων που τίς διέπουν
3. φρ. «αλγεβρική τοπολογία»
μαθημ. τοπολογία η οποία εφαρμόζει αλγεβρικές μεθόδους για τη μελέτη προβλημάτων τα οποία αφορούν τοπολογικούς χώρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topology (< τόπος + -λογία)].