τρακάρω

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τρακέρνω και μέσ. τρακαρίζομαι Ν
1. προκαλώ τη σύγκρουση δύο ή περισσότερων αντικειμένων
2. (για οχήματα) συγκρούομαι
3. μτφ. (για πρόσ.) συναντώ ξαφνικά και αναπάντεχα
4. μέσ. τρακαρίζομαι
τσακώνομαι καβγαδίζω, μαλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. attaccare «πέφτω πάνω σε κάτι, επιτίθεμαι» μέσω ενός τ. τακάρω με ανάπτυξη -ρ-. Ο τ. τρακέρνω από τον αόρ. τράκαρα, κατά τα παίρνω, σέρνω, φέρνω].