ταναῶπις

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (ὤψ)

   A far-sighted, Emp.122.

German (Pape)

[Seite 1067] ιδος, ἡ, weit sehend, Empedocl. 11 ἡλιόπη, das Betrachten der Sonne.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ) ἡ μακρὰν βλέπουσα, ἔνθ’ ἦσαν χθονίη τε καὶ Ἡλιόπη ταναῶπις Ἐμπεδ. στ. 24.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
dont la vue s’étend ou porte au loin.
Étymologie: ταναός, ὤψ.

Greek Monolingual

-ώπιδος, ἡ, Α
αυτή που βλέπει μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα-ῶπις (αντί ταναο-ῶπις, με σίγηση του -ο-, πρβλ. τανα-ήκης) < ταναός «επιμήκης, μακρός» + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ-ῶπις].