-ον, Α(με παθ. σημ.) αυτός που φονεύθηκε από ταύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].