ταυρόκτονος
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ον, Pass., killed by a bull, Ammon. Diff. p. 129V.
Greek Monolingual
-ον, Α
(με παθ. σημ.) αυτός που φονεύθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].