τακτ
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. λεπτότητα, διακριτικότητα στη συμπεριφορά, στους τρόπους, ευπρέπεια («φέρεται πάντα με πολύ τακτ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tact < λατ. tactus «άγγιγμα» < ρ. tango «αγγίζω»].
το, Ν
άκλ. λεπτότητα, διακριτικότητα στη συμπεριφορά, στους τρόπους, ευπρέπεια («φέρεται πάντα με πολύ τακτ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tact < λατ. tactus «άγγιγμα» < ρ. tango «αγγίζω»].