τακτ

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. λεπτότητα, διακριτικότητα στη συμπεριφορά, στους τρόπους, ευπρέπεια («φέρεται πάντα με πολύ τακτ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tact < λατ. tactus «άγγιγμα» < ρ. tango «αγγίζω»].