διακριτικότητα
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
η (AM διακριτικότης, -ητος) διακριτικός
η ιδιότητα που έχει κάποιος να διακρίνει
νεοελλ.
λεπτότητα, ευγένεια.