διακριτικότητα

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

η (AM διακριτικότης, -ητος) διακριτικός
η ιδιότητα που έχει κάποιος να διακρίνει
νεοελλ.
λεπτότητα, ευγένεια.