ευπρέπεια

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπρέπεια) ευπρεπής
1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση
2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους
3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα
μσν.
καύχημα, κόσμημα
μσν.-αρχ.
μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο», ΠΔ)
αρχ.
1. φαινομενική, υποκριτική κοσμιότητα
2. ευλογοφανής πρόφαση.