τετράπολος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A turned up or ploughed four times, Theoc.25.26.

German (Pape)

[Seite 1099] viermal gewendet oder gepflügt, Theocr. 25, 26.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπολος: [ᾰ], -ον, ὁ τετράκις ἀρηρομένος, ὁ τέσσαρας φορὰς «ὠργωμένος», Θεόκρ. 25. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
façonné ou labouré quatre fois.
Étymologie: τέσσαρες, πολέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει καλλιεργηθεί τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πολος (< πόλος «οργωμένη γη»), πρβλ. δί-πολος].