τραβερσάδα

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ναυτ. (ιδιωμ. τ.) διάπλους από λιμάνι σε λιμάνι, ιδίως όταν αυτός δεν γίνεται ως τακτικό, αλλά ως περιστασιακό δρομολόγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversata «διάπλους, διάβαση διά μέσου θάλασσας»].