δρομολόγιο

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

Greek Monolingual

το
1. ο δρόμος ανάμεσα σε δύο τόπους, το ταξίδι («έχουμε δρομολόγιο για τη Μασσαλία»)
2. περιγραφή του δρόμου που πρέπει να ακολουθηθεί με καθορισμό τών αποστάσεων και τών κύριων σημείων ή ωρών αναχωρήσεως, προσεγγίσεως, σταθμεύσεως ενός μέσου συγκοινωνίας
3. προδιαγεγραμμένο σύστημα, σχέδιο («έχει δρομολόγιο στις δουλειές του»).