τυμπανούμαι

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-όομαι, ΜΑ τύμπανον
προσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικία
μσν.
1. είμαι τεντωμένος όπως είναι η επιφάνεια ενός τύμπανου, είμαι πολύ τεντωμένος
2. (σπάν. ο ενεργ. τ.) τυμπανῶ, -όω
τεντώνω, φουσκώνω κάτι.