-όομαι, ΜΑ τύμπανονπροσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικίαμσν.1. είμαι τεντωμένος όπως είναι η επιφάνεια ενός τύμπανου, είμαι πολύ τεντωμένος2. (σπάν. ο ενεργ. τ.) τυμπανῶ, -όωτεντώνω, φουσκώνω κάτι.