-ον, Ααυτός που προκαλεί υγρασία, υγραντικός («ὑγροβόλοι σταγόνες», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μακρο-βόλος.