υγροβόλος

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προκαλεί υγρασία, υγραντικός («ὑγροβόλοι σταγόνες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μακροβόλος.