ὑπέξοδος

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ἡ,

   A diarrhoea, Hp.Prorrh.2.23.

German (Pape)

[Seite 1188] ἡ, das Ausgehen od. Abführen von unten, bes. durch den Stuhlgang, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέξοδος: ἡ, ἀκούσιος ἀφόδευσις, κένωσις τῆς κοιλίας, Ἱππ. Προρρ. 106.

Greek Monolingual

ἡ, Α ἔξοδος
ακούσια κένωση της κοιλιάς.