ὑπερίσχυρος

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly strong, ἔρυμα X.Cyr.5.2.2; of persons, Arist.Pol.1295b6.

German (Pape)

[Seite 1197] überstark, überaus stark und fest, ἔρυμα Xen. Cyr. 5, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσχῡρος: -ον, ἰσχυρὸς εἰς ὑπερβολήν, ἕρυμα Ξεν. Κύρ. 5, 2, 2· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement fort ou solide.
Étymologie: ὑπέρ, ἰσχυρός.

Greek Monolingual

-ον, Α ἰσχυρός
(για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος.