ὑπερίσχυρος

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίσχῡρος Medium diacritics: ὑπερίσχυρος Low diacritics: υπερίσχυρος Capitals: ΥΠΕΡΙΣΧΥΡΟΣ
Transliteration A: hyperíschyros Transliteration B: hyperischyros Transliteration C: yperischyros Beta Code: u(peri/sxuros

English (LSJ)

ὑπερίσχυρον, exceedingly strong, ἔρυμα X.Cyr.5.2.2; of persons, Arist.Pol.1295b6.

German (Pape)

[Seite 1197] überstark, überaus stark und fest, ἔρυμα Xen. Cyr. 5, 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement fort ou solide.
Étymologie: ὑπέρ, ἰσχυρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίσχῡρος: чрезвычайно крепкий, весьма сильный Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσχῡρος: -ον, ἰσχυρὸς εἰς ὑπερβολήν, ἕρυμα Ξεν. Κύρ. 5, 2, 2· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 5.

Greek Monolingual

-ον, Α ἰσχυρός
(για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος.

Greek Monotonic

ὑπερίσχῡρος: -ον, υπερβολικά δυνατός, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπερ-ίσχῡρος, ον,
exceeding strong, Xen.