υπευθυνότητα
Greek Monolingual
η, Ν υπεύθυνος
1. το να ενεργεί κανείς υπεύθυνα, με αίσθημα ευθύνης, το να έχει επίγνωση τών ευθυνών του («κάνει τη δουλειά του με υπευθυνότητα»)
2. το να έχει κανείς την ευθύνη για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας, να έχει τη διοίκηση σε έναν τομέα («έχει την υπευθυνότητα διευθυντή του υπουργείου»).