Αβουίζω, ηχώ από κάτω («κελαινὸς δ' Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γαῑ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρέμω «ηχώ»].