υποβρέμω

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

Α
βουίζω, ηχώ από κάτω («κελαινὸς δ' Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γαῖ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρέμω «ηχώ»].