υποείδος
Greek Monolingual
το, Ν
βιολ.
1. συστηματική ομάδα ατόμων στα πλαίσια του είδους, τα οποία παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τά διακρίνουν από άλλα μέλη του είδους και τα οποία σχηματίζουν μια αναπαραγωγική ομάδα, αλλά είναι ακόμη σε θέση να διασταυρωθούν με άλλα μέλη του είδους
2. σύνολο ποικιλιών του ίδιου είδους που μοιάζουν μεταξύ τους ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά περισσότερο απ' ό,τι μοιάζουν με άλλα σύνολα ποικιλιών του είδους αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].