ὑποζυγή

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ἡ,

   A enslavement, Schwyzer 701 C 7 (Erythrae, v B. C.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
σκλαβιά, υποδούλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπο-ζυγ- του ὑποζεύγνυμι (πρβλ. παθ. αόρ. β' ὑπ-ε-ζύγ-ην) + κατάλ. -ή].