ὑποζυγή
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ, enslavement, Schwyzer 701 C 7 (Erythrae, v B. C.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
σκλαβιά, υποδούλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπο-ζυγ- του ὑποζεύγνυμι (πρβλ. παθ. αόρ. β' ὑπ-ε-ζύγ-ην) + κατάλ. -ή].
Translations
enslavement
Azerbaijani: kölələşdirilmə; Bulgarian: поробване; Catalan: esclavització; Chinese Mandarin: 奴役; Czech: zotročení; Finnish: orjuutus; French: asservissement, esclavage; German: Versklavung; Greek: υποδούλωση, σκλαβιά, σκλάβωμα; Ancient Greek: ἀνδραποδισμός, δουλαγωγία, δούλωσις, ἐξανδραπόδισις, ἐξανδραποδισμός, καταδουλισμός, καταδούλωσις, ὑποζυγή; Kalmyk: бөгллһн; Maori: ponongatanga, whakapononga, whakarōrā, whakaponongatanga; Polish: zniewolenie; Russian: порабощение; Spanish: esclavización; Swedish: förslavning; Ukrainian: поневолювання, поневолення