υπόκλιση

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ὑπόκλισις, -ίσεως, ΝΑ ὑποκλίνω, -ομαι]]
(ως χαιρετισμός) η προς τα εμπρός κλίση του σώματος και της κεφαλής σε ένδειξη σεβασμού.