-άω, Α σπάω / σπῶ]1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι από κάτω («ποίμνης νεογνὸν θρέμμ' ὑποσπάσας», Ευρ.)2. αποσύρω κάτι κρυφά3. μέσ. ὑποσπῶμαι, -άομαιαποσπώ κάτι και το σύρω προς το μέρος μου.