Α σχίζω1. σχίζω κάτι αποκάτω ή το σχίζω λίγο2. παθ. ὑποσχίζομαι(για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδώνομαι3. ανοίγω όρυγμα σε μια περιοχή4. καταστρέφω έναν τόπο.