υποχθόνιος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποχθόνιος, -ίη, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα»)
2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιοςυποχθόνιος άνθρωπος»)
β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις»)
αρχ.
1. (για τους θεούς του Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται», Ησίοδ.)
2. ο θαμμένος κάτω από την γη
3. (κατ' επέκτ.) νεκρός.
επίρρ...
υποχθονίως και υποχθόνια Ν
1. υπογείως
2. κρυφά, ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χθόνιος (< χθων, χθονός «γη, έδαφος»), πρβλ. καταχθόνιος.