χθων
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
η / χθών, -ονός, ΝΑ
ως κύριο όν. η Χθων
μυθ. προσωποποιημένη θεότητα της γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και του Τυφώνος
αρχ.
1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῖα καλύψαιμι», Πίνδ.
β. «κούφα σοι χθὼν ἐπάνω πέσειε», Ευρ.)
2. (κατ' επέκτ.) τα βάθη της γης, ο Κάτω Κόσμος, ο Άδης («ἐπεὶ κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», Αισχύλ.)
3. η οικουμένη, ο κόσμος («πάντων ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χθονὶ κτείνασα», Σοφ.)
4. (στον Όμ.) ένα ορισμένο μέρος της γης, μια χώρα («τὴν Κορινθίαν χθόνα», Σοφ.)
5. πόλη («ξένης ἀπὸ χθονός», Εύπ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «χθών
ἡ γῆ ἀπὸ τῆς χύσεως»
7. φρ. α) «οἱ ὑπὸ χθονός» — αυτοί που βρίσκονται στον Κάτω κόσμο, οι νεκροί (Αισχύλ.)
β) «αἱ κατὰ χθονὸς θεαί» — οι Ερινύες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. ο οποίος απαντά ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή και πρέπει να συνδεθεί με τ. άλλων συγγενών γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. ksāh, ιρλδ. dū, λατ. humus, λιθουαν. žẽme, χεττιτ. tekan, τοχαρ. Α tkam κ.ά.), οι οποίοι, όμως, διαφέρουν μορφολογικώς μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να προσδιοριστεί η μορφή της ρίζας. Ο ελλ. τ. χθών και τα αντίστοιχα αρχ. ινδ. ksāh και ιρλδ. dū (d < gd-) θα οδηγούσαν σε έναν αρχικό τ. με αρκτικό δασύ κλειστό χειλοϋπερωικό φθόγγο gzh-, από τον οποίο θα μπορούσε να έχει προέλθει με απλοποίηση το αρκτικό gh- τών συγγενών τ. χαμαί, λατ. humus, αβεστ. zǻ-, λιθουαν. žēme, φρυγ. ζεμελως. Ωστόσο, αν ενταχθούν στην οικογένεια αυτή το χεττιτ. tekam και το τοχαρ. tkam, για να ερμηνευθούν ικανοποιητικά πρέπει να δεχθούμε μία δισύλλαβη ρίζα dheghŏm-. Στην περίπτωση αυτή, οι ελλ. τ. θα πρέπει να αναχθούν στη μορφή dhghŏm της ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν, από την οποία, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος (dh)gh-, προήλθαν οι τ. με αρκτικό χ-, ενώ με αντιμετάθεση τών συμφώνων gh-dh- προήλθαν οι τ. με αρκτικό χθ- (για τη μετάθεση αυτή πρβλ. τί-κτ-ω < τι-τκ-ω). Κατ' άλλους, όμως, αρχικοί είναι οι τ. με αρκτικό ghdh-, από όπου προήλθαν στη συνέχεια οι τ. της Χεττιτικής και της Τοχαρικής. Όποια μορφή της ρίζας και αν δεχθούμε ως αρχική, πρέπει να θεωρηθεί σίγουρο ότι το θ. τών λ. λήγει σε -m-, όπως αποδεικνύουν και οι τ. χαμ-αί (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα) και χθαμ-αλός (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα, με αρκτικό χθ-). Επομένως, ο τ. χθών έχει προέλθει μέσω αμάρτυρου χθωμ, με τροπή του ΙΕ ληκτικού -m- σε -ν-, αρχικά στην ονομ. και στη συνέχεια και στις υπόλοιπες πτώσεις (πρβλ. χιών < χιωμ, βλ. λ. χειμώνας). Από σημασιολογική άποψη, η λ. χθών —επικός και ποιητικός τ.— διακρίνεται από τη λ. γῆ και χρησιμοποιήθηκε με θρησκευτική σημ. για να δηλώσει το εξωτερικό μέρος που περιβάλλει τον κόσμο τών υπόγειων δυνάμεων και τών νεκρών και στη συνέχεια τον κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τον ουρανό, ενώ, αντίθετα, δεν χρησιμοποιήθηκε —αρχικά τουλάχιστον— για τις σημ. της καλλιεργήσιμης γης, τών κτημάτων, της υπαίθρου ή της γης ως τροφού τών ανθρώπων.
ΠΑΡ. χθόνιος
αρχ.
χθόϊνος, χθόνεια, χθονήρης, χθονικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. χθονοβριθής, χθονογηθής, χθονόπαις, χθονόπλαστος, χθονοριφής, χθονοστιβής, χθονοτρεφής
αρχ.-μσν.
χθονοφοίτωρ
νεοελλ.
χθονοφαγία. (Β' συνθετικό) α) σε -χθων. αυτόχθων(-ονας)
αρχ.
αντίχθων, βαθύχθων, δαμασίχθων, ελασίχθων, ελελίχθων, ενοσίχθων, ερυσίχθων, ιερόχθων / ιρόχθων, ιππόχθων, κινησίχθων, κραταιόχθων, μεσόχθων, παλαίχθων, περίχθων, πλουτόχθων, ρηξίχθων, σεισίχθων, τηλέχθων, υπόχθων
νεοελλ.
ετερόχθων (-ονας)
β) σε -χθονός: αρχ. αυτόχθονος, κατάχθονος].