ὑσγινοβαφής

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ές, (βάπτω)

   A dipped or dyed in ὕσγινον, i.e. scarlet, X.Cyr.8.3.13, Clearch.25: τὰ ὑ. scarlet cloths, Luc.Gall.14, Ath.12.539e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, (βάπτω) βεβαμμένον εἰς βάμμα ὕσγινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.
Étymologie: ὕσγινον, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές / ὑσγινοβαφής, -ές, ΝΜΑ
1. βαμμένος με ύσγινο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «είδος φυτικής βαφής» + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής].