υστερεκτομή

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. υφολική, ολική ή ριζική εξαίρεση της μήτρας από την κοιλιακή ή από την κολπική οδό
2. (κτην.) χειρουργική επέμβαση που συνίσταται σε αποκοπή της μήτρας οικόσιτων σαρκοφάγων ζώων ως αγωγή της συλλογής πύου στο όργανο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hysterectomy < υστέρα «μήτρα» + εκτομή].