υστέρα

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

η / ὑστέρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α
1. μήτρα
2. συνεκδ. η κοιλιά
αρχ.
(για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑστέρα πρέπει να αναχθεί στον ΙΕ τ. ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ. -τέρα του θηλ. τών επιθ. του συγκριτικού βαθμού σε -τερος (πρβλ. ὕστερος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον σχηματισμό στο βάθος της μήτρας, στο πιο πίσω μέρος, και αυτή η σημ. δεν επιτρέπει την άμεση σύνδεση της με τον ομόρριζο αρχ. ινδ. τ. uttara- «αυτός που βρίσκεται από πάνω» (βλ. λ. ύστερος). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. ύστερα συνδέεται (μέσω τ. ud-tera) με τη λ. ὕδερος και με τ. τών ΙΕ γλωσσών με σημ. «κοιλιά» (πρβλ. αρχ. ινδ. udara-, αβεστ. udara-, ΙΕ τ. udero-, βλ. λ. ὕδερος), η οποία, όμως, δεν θεωρείται αναγκαία. Η λ. ὑστέρα διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ιατρικών όρων, πολλοί από τους οποίους έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (πρβλ. υστερεκτομή < hysterectomy)].