-ον, ΜΑαυτός που ηχεί όπως ο χαλκόςαρχ.1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπί-χαλκος)].