υπόχαλκος

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό
2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος
3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπίχαλκος)].