φάγωμα

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν φαγώνομαι
1. η ενέργεια του τρώγω, βρώση
2. φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση
3. μτφ. γκρίνια, διχόνοια, φαγωμάρα.