φαγωμάρα

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. φάγωμα, γκρίνια
2. φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγωμός + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. τρομάρα)].