φέτα

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. λεπτό και επίμηκες τεμάχιο, ιδίως εδέσματος («μια φέτα ψωμί»)
2. φρ. «τυρί φέτα» — είδος μαλακού λευκού τυριού που διατηρείται στην άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fetta].