φεγγοβόλος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

German (Pape)

[Seite 1259] Licht werfend, leuchtend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φεγγοβόλος: -ον, ὁ φεγγοβολῶν, λάμπων, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 41, κλπ.

Greek Monolingual

-α, -ο / φεγγοβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο-βόλος.———————— -η, -ο, Ν
αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].